τραπεζωνιά

τραπεζωνιά
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Diospyrus lotus που ανήκει στο γένος δίσπυρος τής οικογένειας εβενίδες και απαντά στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην κεντρική Ελλάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζωνία — ἡ, Α αγορά ή μίσθωση τραπεζιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + ωνία (< ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιππ ωνία] …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”